μπίλια — η (λ. ιταλ.) 1. μικρή σφαίρα από στερεή ύλη. 2. οι βόλοι που παίζουν τα παιδιά. 3. «Γίναμε μπίλιες», μαλώσαμε άσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… … Dictionary of Greek
IMPILIA — Hebr. Inpilia (velut nomen singulare) in Misna tit. Iabimoth. c. 12. Maimonid. hal. lebom vechalitza c. 4. etc. ubi de ritu Calcei exuendi apud Hebraeos usi ratio, cum Levir Fratriam ducere nollet: Res rite peragebatur Calceamento, non Impilio.… … Hofmann J. Lexicon universale
μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε … Dictionary of Greek
μπιλιέτο — το 1. πρόχειρο σημείωμα σε μικρό φύλλο χαρτιού 2. επισκεπτήριο, επισκεπτήρια κάρτα 3. εισιτήριο συγκοινωνίας ή θεάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglietto (βλ. λ. μπίλια)] … Dictionary of Greek
σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα … Dictionary of Greek