μπίλια

μπίλια
η
1. μικρή σφαίρα από στερεό υλικό, σφαιρίδιο
2. η σφαίρα τού μπιλιάρδου
3. στον πληθ. οι μπίλιες
παιδικό παιχνίδι που παίζεται με βόλους από γυαλί ή πηλό ή πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglia < όψιμ. λατ. bilia «κορμός δέντρου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπίλια — η (λ. ιταλ.) 1. μικρή σφαίρα από στερεή ύλη. 2. οι βόλοι που παίζουν τα παιδιά. 3. «Γίναμε μπίλιες», μαλώσαμε άσχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …   Dictionary of Greek

  • IMPILIA — Hebr. Inpilia (velut nomen singulare) in Misna tit. Iabimoth. c. 12. Maimonid. hal. lebom vechalitza c. 4. etc. ubi de ritu Calcei exuendi apud Hebraeos usi ratio, cum Levir Fratriam ducere nollet: Res rite peragebatur Calceamento, non Impilio.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε …   Dictionary of Greek

  • μπιλιέτο — το 1. πρόχειρο σημείωμα σε μικρό φύλλο χαρτιού 2. επισκεπτήριο, επισκεπτήρια κάρτα 3. εισιτήριο συγκοινωνίας ή θεάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglietto (βλ. λ. μπίλια)] …   Dictionary of Greek

  • σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”